ὁπλοφορεῖ

ὁπλοφορεῖ
ὁπλοφορέω
bear arms
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ὁπλοφορέω
bear arms
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλοκνήμις — ιδος, ὁ, ἡ Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που τού αρέσει να φορεί κνημίδες και, γενικά, να οπλοφορεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κνημίς, ίδος (πρβλ. χαλκο κνήμις)] …   Dictionary of Greek

  • γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • οπλοφορώ — είμαι οπλισμένος, έχω πάνω μου όπλο: Για να οπλοφορεί κανείς, πρέπει να έχει άδεια της αστυνομίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οπλοφόρος — α, ο 1. αυτός που έχει όπλο, πού οπλοφορεί. 2. ως ουσ., οπλοφόρος, ο άντρας με πιστόλι ή τουφέκι: Οπλοφόροι αστυνομικοί φύλαγαν τα υπουργεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”